αρρωστώ
Смотреть что такое "αρρωστώ" в других словарях:
αρρωστώ — ( άω) (AM ἀρρωστῶ, έω) [άρρωστος] αρρωσταίνω ή είμαι άρρωστος νεοελλ. 1. στενοχωριέμαι, υποφέρω 2. κάνω κάποιον να στενοχωριέται … Dictionary of Greek
αρρωστώ — βλ. αρρωσταίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρρωστῶ — ἀρρωστέω to be unwell pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀρρωστέω to be unwell pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστῳ — ἄρρωστος weak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρώστωι — ἀρρώστῳ , ἄρρωστος weak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρρωσταίνω — είμαι άρρωστος ή γίνομαι άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ρ. αρρωστώ κατά τα ρ. σε αίνω*] … Dictionary of Greek
αρρώστημα — ἀρρώστημα, το (AM) [αρρωστώ] 1. η ασθένεια, η αρρώστια 2. η ηθική αδυναμία, το ελάττωμα … Dictionary of Greek
αρρώστια — η (AM ἀρρωστία) 1. η κακή κατάσταση της υγείας, η ασθένεια 2. η παρατεταμένη αδιαθεσία 3. η ηθική αδυναμία, η πτώση του φρονήματος ή το ελάττωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. αρρώστια < αρχ. αρρωστία (< άρρωστος) ή υποχωρητικά, από το ρ. αρρωστώ] … Dictionary of Greek
βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… … Dictionary of Greek
κατανταίνω — (Μ κατανταίνω) καταντώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταντώ, κατά τα ρ. σε αίνω (πρβλ. αρρωστώ: αρρωσταίνω, βαστώ: βασταίνω)] … Dictionary of Greek
ξαρρωστώ — άω και ξαρρωσταίνω (Μ ξαρρωστῶ, έω) συνέρχομαι από ασθένεια, γιατρεύομαι, γίνομαι καλά νεοελλ. γιατρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ἀρρωστῶ / ἀρρωσταίνω] … Dictionary of Greek